- πανώνιος
- πᾰν-ώνιος, ον, and Adv. -ίως,A with all saleable products, Inscr. Cypr.135.10,22 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανώνιος — ον, Α [πανωνία] αυτός που έχει όλων τών ειδών τα εμπορεύσιμα προϊόντα. επίρρ... πανωνίως Α με όλα τα εμπορεύσιμα προϊόντα … Dictionary of Greek